- κοτίνγκα
- τοζωολ. κοινή ονομασία στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας cotingidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cotinga, λ. προερχόμενη από τη γλώσσα τών ιθαγενών Τούπι τής Νότιας Αμερικής, συγγενής με τις λ. coting «πλένω», tinga «άσπρος» τής γλώσσας αυτής].
Dictionary of Greek. 2013.